παραμερίζω — παραμερίζω, παραμέρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμερίζω — [παράμερα] 1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα 2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω») 3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω β) αγνοώ ηθελημένα … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι … Dictionary of Greek
παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… … Dictionary of Greek